- πτερίνη
- η, Νσυν. στον πληθ. οι πτερίνες(βιοχ.) γενική ονομασία μιας οικογένειας ενώσεων που προέρχονται από την πτεριδίνη και απαντούν στις χρωστικές τών φτερών τής πεταλούδας και στο φολικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterin (< πτερό + -in)].
Dictionary of Greek. 2013.